- ὑφαιροῦμαι
- ὑφαιρέωserze underneathpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ὑφαιρέωserze underneathpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρυφαιρούμαι — έομαι, Μ παίρνω κάτι κρυφά από κάποιον και τό οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὑφαιροῦμαι «αφαιρώ κάτι για χάρη τού εαυτού μου»] … Dictionary of Greek
υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ … Dictionary of Greek